υποκριτικότητα

υποκριτικότητα
η
το να είναι κάτι υποκριτικό (βλ. λ.), η ικανότητα για υπόκριση ή υποκρισία (βλ. λ.): Μην τον λυπάσαι, θα σου φερθεί με υποκριτικότητα, για να σε συγκινήσει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υποκριτικότητα — η, Ν [υποκριτικός] η ικανότητα υποκρισίας, προσποίησης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”