- υποκριτικότητα
- ητο να είναι κάτι υποκριτικό (βλ. λ.), η ικανότητα για υπόκριση ή υποκρισία (βλ. λ.): Μην τον λυπάσαι, θα σου φερθεί με υποκριτικότητα, για να σε συγκινήσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.